δασύθριξ

δασύθριξ
δασύθριξ
masc/fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δασύθριξ — ( τριχος), ο, η (AM) ο δασύτριχος …   Dictionary of Greek

  • δασυτρίχων — δάσυθριξ hairy masc gen pl δασύθριξ masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δασύτριχα — δάσυθριξ hairy masc acc sg δασύθριξ masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δασύτριχας — δάσυθριξ hairy masc acc pl δασύθριξ masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δασύτριχες — δάσυθριξ hairy masc nom/voc pl δασύθριξ masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δασύτριχος — δάσυθριξ hairy masc gen sg δασύθριξ masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δασύς — εία, ύ και δασός, ιά, ό (AM δασύς, εῑα, ύ) 1. 1. τριχωτός, μαλλιαρός 2. πυκνός 3. (για φυτά) πυκνόφυλλος, φουντωτός 4. (για τόπους) θαμνώδης, με πυκνή βλάστηση 5. (για φθόγγους και λέξεις) αυτός που προφέρεται και γράφεται με δασύ πνεύμα, με… …   Dictionary of Greek

  • δασύτριχος — η, ο (AM δασύθριξ, Μ και δασύτριχος, ον) όποιος έχει πυκνές τρίχες, μαλλιαρός νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. γένος κολεόπτερων εντόμων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”